- κιτρινάδι
- το [κίτρινος]1. στίγμα με κίτρινο χρώμα2. ο κρόκος τού αβγού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιτρινάδι — το 1. το κίτρινο στίγμα, η κίτρινη κηλίδα. 2. ο κρόκος του αβγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίτρινος — η, ο (AM κίτρινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού κίτρου (α. «σα φύλλο κίτρινο και μαραμένο», Βαλαωρ. β. «κηρωτῇ κιτρίνῃ», Ψελλ.) νεοελλ. 1. ωχρός στην όψη, χλομός 2. το ουδ. ως ουσ. το κίτρινο α) το χρώμα τού κίτρου ή η χρωστική ύλη που… … Dictionary of Greek